Φοινίκη

Φοινίκη
I
Αρχαία πόλη της Ηπείρου στη Χαονία. Γνώρισε μεγάλη ακμή τον 3o αι. π.Χ. Το 230 π.Χ. την κατέλαβαν Ιλλυριοί πειρατές και την κατάστρεψαν. Ξαναχτίστηκε σύντομα και επιβίωσε έως τον 6o αι. μ.Χ. Σώθηκαν αρκετά νομίσματά της, κυρίως των ρωμαϊκών χρόνων.
II
Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.) και βρίσκεται A και κοντά στη Μεθώνη.
* * *
(I)
ἡ, Α
προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα», πιθ. λόγω τού ότι στον ναό όπου λατρευόταν η θεά υπήρχε άγαλμά της βαμμένο κόκκινο].
————————
(II)
η, ΝΑ
(στην αρχαιότητα)
1. χώρα τής Ασίας την οποία, από τον 3ο π.Χ. αιώνα, κατοικούσαν οι Χαναναίοι και οι Σημίτες και η οποία αποτελούσε μια στενή διάβαση μεταξύ τής θάλασσας και τής ερήμου τής Συρίας, γεγονός που συνετέλεσε στο να αναδειχθεί σε πλούσιο εμπορικό σταυροδρόμι
2. (κατά τον Πλίνιο) παλαιότερη ονομασία τής νήσου Ίου, που εμφανίζεται σε νομίσματα και η οποία οφείλεται πιθανώς στο γεγονός ότι εκεί υπήρχαν φοίνικες αφιερωμένοι στον θεό Απόλλωνα
3. αρχαία πρωτεύουσα τής ηπειρωτικής Χαονίας που άκμασε μετά την πτώση τού βασιλείου τής Ηπείρου το 233 π.Χ., έλαβε μέρος σε όλους τους μακεδονικούς πολέμους εναντίον τής Ρώμης για να καταστραφεί τελικά από τους Ρωμαίους μετά τη μάχη τής Πύδνας
4. η Καρχηδόνα, η μεγαλύτερη φοινικική αποικία
αρχ.
αστρον. ο αστερισμός τής Μικρής Αρκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομ. διαφόρων περιοχών σχηματισμένη από το όν. Φοῖνιξ*. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως ονομασία τής Μικρής Άρκτου, λόγω τού ότι με τον αστερισμό αυτόν προσανατολίζονταν οι Φοίνικες τη νύχτα, και με τη σημ. αυτή η λ. Φοινίκη έχει προέλθει με απλολογία από το θηλ. τού επιθ. φοινικικός. Ανάλογη απλολογία παρατηρείται στον τ. φοινικός*, από όπου ο τ. Punicus (< *Poenicus), που δανείστηκε η Λατινική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Φοινίκη — Phoenicia fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινίκῃ — Φοινίκη Phoenicia fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκη — φοῑνίκη , φοινίκη Phoenicia fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκῃ — φοῑνίκῃ , φοινίκη Phoenicia fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινίκη — η περιοχή στην αρχαιότητα στα παράλια της Συρίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοινικῆ — φοινίκεος purple red neut nom/voc/acc pl (attic epic) φοινίκεος purple red fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικῇ — φοινίκεος purple red fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φοινίκηι — Φοινίκῃ , Φοινίκη Phoenicia fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Финикия* — (Φοινίκη) греческое название части полосы на восточном берегу Средиземного моря. Самое правдоподобное его объяснение страна красного солнечного божества Финика (Φοϊνιξ), появлявшегося с востока. Первоначально это имя прилагалось к Карии,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Финикия — (Φοινίκη) греческое название части полосы на восточном берегу Средиземного моря. Самое правдоподобное его объяснение страна красного солнечного божества Финика (Φοϊνιξ), появлявшегося с востока. Первоначально это имя прилагалось к Карии,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”